ἀναβάσιον

English (LSJ)

τό, = ἵππουρις, Dsc.4.46 (v.l. ἀνάβασις, and so Ps.-Dsc. l.c.).

Spanish (DGE)

-ου, τό bot. equiseto, Equisetum sp., Dsc.4.46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβάσιον: τό, = ἀνάβασις, «ἀνῆλθε διὰ τοῦ ἀναβασίου... εἰς τὰ κατηχούμενα τῆς ἐκκλησίας» Θεοφάν. ― φυτόν τι παρὰ Διοσκ. (νόθ.) 4. 46· ἄλλως ἵππουρις.

Greek Monolingual

ἀναβάσιον, το (Μ) ἀνάβασις
σκαλιά που οδηγούν επάνω σε έναν τόπο (αντίθ. καταβάσιον).