καταβάσιον

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβάσιον Medium diacritics: καταβάσιον Low diacritics: καταβάσιον Capitals: ΚΑΤΑΒΑΣΙΟΝ
Transliteration A: katabásion Transliteration B: katabasion Transliteration C: katavasion Beta Code: kataba/sion

English (LSJ)

[βᾰ], τό, = κατάβασις, a way down, esp. to the nether world, Dam.Isid.131; εἰς Ἅιδου Suid. s.v. πορθμήϊον.

German (Pape)

[Seite 1339] τό, = κατάβασις, ein Ort zum Hinuntersteigen, z. B. in eine Höhle, Sp.; Ἅιδου, ein Ort, wo man in den Hades hinabsteigt, Suid. v. πορθμήϊον.

Greek (Liddell-Scott)

καταβάσιον: τό, = κατάβασις, ὁδὸς πρὸς τὰ κάτω ἄγουσα, ἰδίως εἰς τὸν κάτω κόσμον, Δαμάσκιος ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 344. 16· καταβάσιον… Ἅιδου Σουΐδ. ἐν λ. πορθμήϊον. ΙΙ. τόπος διὰ λείψανα ὑπὸ τὸ θυσιαστήριον, Σωζομ. Ἐκκ. Ἱστ. 9. 2, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 1. 117, 9, κλ.

Greek Monolingual

καταβάσιον, τὸ (AM)
1. η κατάβαση, η οδός που οδηγεί προς τα κάτω, ιδίως προς τον κάτω κόσμο
2. τόπος για τη φύλαξη λειψάνων, που βρισκόταν κάτω από το θυσιαστήριο του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του καταβάσιος.