ἀναμφίλογος
English (LSJ)
ἀναμφίλογον, undisputed, undoubted, X.Mem.4.2.34, Smp.3.4 (Sup.); νίκη D.H.3.57. Adv. ἀναμφιλόγως = without dispute, willingly, X. Cyr.8.1.44; unquestionably, indisputably, Id.Ages.2.12, D.H.3.41, Luc.Herm.36.
Spanish (DGE)
-ον
I no discutido ἀγαθόν X.Mem.4.2.34, δικαιοσύνη X.Smp.3.4, νίκη D.H.3.57, κράτος D.C.56.44.1, δικαιώματα D.C.52.31.2.
II adv. ἀναμφιλόγως
1 sin lugar a dudas ἀνδρεῖον ... ἔξεστιν εἰπεῖν ἀ. X.Ages.2.12, κατεῖχεν D.H.3.41, ὡς ἀ. ἴδιον τῶν Στωϊκῶν Luc.Herm.36, ἡμεῖς ἀ. ἀμείνους αὐτῶν ἐσμεν D.C.50.30.2.
2 sin objeciones, de grado ἐπεμέλετο αὐτῶν ὅπως ἀ. ἀεὶ ἀνδράποδα διατελοῖεν X.Cyr.8.1.44, διδόναι τὸν φόρον PFlor.281.17 (VI d.C.), cf. PHamb.23.37 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 198] dass, Xen. öfter, superlat. ἀναμφιλογωτάτη Symp. 3, 4; Mem. 4, 2, 34; adv., ohne Widerspruch, gern, Cyr. 8, 1, 44; Luc. Lermot. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non contesté, non douteux.
Étymologie: ἀ, ἀμφίλογος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμφίλογος: бесспорный, несомненный Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμφίλογος: -ον, ἀδιαφιλονείκητος, ἀναμφίβολος, Ξεν. Ἀπομ. 4. 2, 34, Συμπ. 3. 4· ἐν τῷ ὑπερθετ. - Ἐπίρρ. -γως, ἄνευ φιλονεικίας, ἄνευ ἀντιλογίας, προθύμως, ὁ αὐτ. Κύρ. 8. 1, 44· ἀδιαφιλονεικήτως, ἄνευ συζητήσεως, ὁ αὐτ. Ἀγησ. 2. 12.
Greek Monolingual
ἀναμφίλογος, -ον (Α) ἀμφίλογος
1. αυτός, για τον οποίο δεν διίστανται οι γνώμες, αναντίρρητος, αναμφίβολος, σίγουρος
2. επίρρ. ἀναμφιλόγως
α) χωρίς αμφιβολία, αναμφίβολα, αναμφισβήτητα
β) χωρίς αντίρρηση, με προθυμία, ευχαρίστως.
Greek Monotonic
ἀναμφίλογος: -ον, αδιαφιλονίκητος, αναμφίβολος, σε Ξεν.· επίρρ. -γως, αδιαμφισβήτητα, στον ίδ.
Middle Liddell
undisputed, undoubted, Xen. adv. ἀναμφιλόγως, indisputably, Xen.