ἀνανέωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A renewal, ξυμμαχίας Th.6.82; ἀγώνων CIG2932 (Tralles); ὑποθήκης POxy.274.20 (i A. D.); of a term of office, PTeb. 5.186 (ii B. C.) (pl.).
II revival of a suspended ceremony or office, OGI764.25 (Pergam., ii B. C.), POxy.1252v16 (iii A. D.).
2 recalling to memory, D.S.5.67.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 renovación ξυμμαχίας Th.6.82, Plb.22.3.6, 7, ἀ. καὶ κτίσιν ἄλλου κόσμου Sch.Arat.458M., τῶν φιλανθρώπων ... ἀ. renovación de las buenas relaciones Plb.28.1.7, τιμῆς PTeb.5.186 (II a.C.), de plazos PLips.33.2.6, de un contrato matrimonial PMur.115.5 (II d.C.), de contrato de vivienda PMich.625.4 (II d.C.)
•reconocimiento, reafirmación de una obligación POxy.1105.21 (I d.C.)
•reinstauración de una ceremonia ἀγώνων CIG 2932 (I d.C.), cf. OGI 764.25 (Pérgamo II a.C.), POxy.1252.ue.16
•reconstrucción τῶν παλαιῶν κτισμάτων SEG 26.1245A.14 (Éfeso I d.C.), de Jerusalén, Clem.Al.Strom.1.21.129.
2 renovación, reforma παιδείας ἁπάσης Andro Alex.1, τοῦ πλοίου POxy.1752.2 (IV d.C.)
•esp. en lit. cristiana τῶν πνευμάτων Herm.Vis.3.13.2, cf. Leont.H.Nest.M.86.1469D.
3 acción de traer a la memoria τῶν ἰδίων ἐλαττωμάτων Plb.12.6b.1, προσάπτουσι δὲ τῇ θεῷ ... τὰ πρὸς ἀνανέωσιν καὶ μνήμην γινόμενα D.S.5.67, ἡμᾶς ... ἐντευξομένους τῇ μνήμῃ καὶ ἀνανεώσει τῆς σῆς ... θεολογίας Dion.Ar.Ep.M.3.1120A.
4 segundo exordio Fortunat.Rh.113.25.
German (Pape)
[Seite 199] ἡ, Erneuerung, Wiederherstellung, συμμαχίας Thuc. 6, 82; Pol. 23, 1. Bei D. Sic. 5, 67 neben μνήμη.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
renouvellement, restauration.
Étymologie: ἀνανεόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνανέωσις: εως ἡ
1 возобновление (συμμαχίας Thuc., Polyb.);
2 восстановление в памяти: τὰ πρὸς ἀνανέωσιν καὶ μνήμην Diod. средства, помогающие воспоминанию и запоминанию.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανέωσις: -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ξυμμαχίας Θουκ. 6. 82· ἀνανέωσις ἀγώνων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2932, πρβλ. Διόδ. 5. 67.
Greek Monotonic
ἀνανέωσις: -εως, ἡ (ἀνανεόομαι), αναγέννηση, ανανέωση, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἀνανεόομαι
a renewal, Thuc.
Mantoulidis Etymological
(=ἀνακαίνιση). Ἀπό τό ἀνανεοῦμαι (ἀνά + νέος).