ἀναντίρρητος

English (LSJ)

ἀναντίρρητον, not to be opposed, Plb.6.7.7, 28.13.4; undeniable, Act.Ap.19.36; λόγοι S.E.M.8.160. Adv. ἀναντιρρήτως = without opposition, by consent, Plb.22.8.11; incontrovertibly, OGI335.138 (Pergam.), Aët.15.15; without gainsaying, Act.Ap.10.29.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incontrovertible, innegable μαρτυρία I.Ap.1.160, λόγοι S.E.M.8.160, cf. Act.Ap.19.36.
2 que no sufre oposición αἱ τῶν ἀφροδισίων χρεῖαι Plb.6.7.7.
II adv. ἀναντιρρήτως
1 sin oposición, degrado τυγχάνειν πάντων φιλανθρώπων ἀναντιρρήτως Plb.22.8.11, ἧλθον Act.Ap.10.29, ἀποδώσομεν PLond.1319.12 (VI a.C.).
2 sin posibilidad de controversia δεικνύντες IP 245C.47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut contester ou contredire;
NT: indéniable, incontestable.
Étymologie: , ἀντί, ῥητός.

German (Pape)

dem man nicht widersprechen kann, unwidersprechlich, Pol. 28.11.
• Adv. ohne Widerspruch, willig, Pol. 23.8.

Russian (Dvoretsky)

ἀναντίρρητος: Polyb., Plut., Sext. = ἀναντίλεκτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναντίρρητος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος ἀντίρρησιν, ἀναμφισβήτητος, Πολύβ. 6. 7, 7., 28. 11, 4: ἀναμφίλογος, ἐναργής, Λόγοι Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 160. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 23. 8, 11.

English (Thayer)

(WH ἀναντιρητος; see Rho), ἀναντίρρητον, (the alpha privative, ἀντί, and ῤητός from Ρ᾽ΑΩ to say), not contradicted and not to be contradicted; undeniable (not to be gainsaid); in the latter sense, Polybius down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναντίρρητος, -ον)
αυτός που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, αναμφισβήτητος, αναμφίβολος.

Chinese

原文音譯:¢nant⋯¸?htoj 安-安提-而雷拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-交換-湧出(的)
字義溯源:不容置辯的,不能反駁的,無可否認的,駁不倒的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἀντί)*=相對)及(λέγω)*=說出來)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 駁不倒的(1) 徒19:36

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού δέ δέχεται ἀντίρρηση). Ἀπό τό α στερητ. + ἀντερῶ (ἀντιλέγω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λέγω.