ἀναπηρόομαι

English (LSJ)

Pass., to be maimed, Pl.Plt. 310e, Arist.Pr.960b37:—Act., prob. l. in Plu.2.373d.

Spanish (DGE)

encanijarse del alma, Pl.Plt.310e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπηρόομαι: παθ., καθίσταμαι ἀνάπηρος, Πλάτ. Πολιτ. 310Ε, Ἀριστ. Προβλ. 32. 6.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπηρόομαι: быть увечным, искалеченным, уродоваться Lys., Plat., Arst., Anth.

Greek Monolingual

(-όω) (Α ἀναπηροῦμαι, ἀναπηρόομαι)
μέσ.
1. γίνομαιείμαι στα αρχ.) ανάπηρος, σακατεύομαι
2. έχω ή αποκτώ πνευματική ή ψυχική ατέλεια, ελαττωματικότητα
(νεοελλ. ενεργ. κάνω κάποιον ανάπηρο, σακατεύω, ακρωτηριάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπηρος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναπήρωμα, αναπήρωση].