ἀναφθέγγομαι

English (LSJ)

call out aloud, Ph.1.74, al., Plu.Thes.24, Caes.46, etc.: c. acc., Plb.18.5.6; λόγιον Ph.2.177.

Spanish (DGE)

1 pronunciar, decir τοῦτο Plb.18.5.6, τὸ τοῦ Πλάτωνος Plu.2.40d, τάδε Ph.2.126, Philostr.VA 1.24
abs. seguido de las palabras textuales, D.C.76.17.4, Ph.1.74, S.E.P.3.181
c. ac. int. τὰ ὀνόματα S.E.M.1.143, τὰ ῥήματα Ῥωμαϊστὶ Plu.Caes.46, πάσας φωνάς Aristaenet.1.18.28.
2 pronunciar oráculos χρησμόν Ph.2.176, Philostr.Im.2.33, (λόγιον) Ph.2.177
abs. pronunciar oráculos Σίβυλλαν ... ἀναφθεγξαμένην Plu.Thes.24.

German (Pape)

[Seite 213] aufschreien, laut sagen, Pol. 17, 5; χρησμούς Plut. Thes. 24, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

1 parler à haute voix;
2 prononcer à haute voix, acc..
Étymologie: ἀνά, φθέγγομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφθέγγομαι: громко произносить, восклицать, провозглашать (τι Polyb., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφθέγγομαι: ἀποθ., ἀναφωνῶ, ἀναβοῶ, Πολύβ. 17. 5, 6, Πλουτ. Θησ. 24, Καῖσ. 46, κτλ.: - ἀνάφθεγξις, εως, ἡ Φίλων.

Greek Monolingual

ἀναφθέγγομαι (Α)
αναφωνώ, φωνάζω δυνατά.

Greek Monotonic

ἀναφθέγγομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., αναφωνώ, αναβοώ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Dep. to call out aloud, Plut.