ἀντίβλεψις

English (LSJ)

-εως, ἡ, looking in the face, look, X.Hier.1.35, Plu. 2.681b.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
mirada que responde a otra παρὰ τοῦ ἀντιφιλοῦντος ... αἱ ἀντιβλέψεις X.Hier.1.35
cambio de miradas τῶν ἐν ὥρᾳ Plu.2.681b, cf. Ael.NA 17.13.

German (Pape)

[Seite 250] ἡ, das Ansehen, Xen. Hier. 1, 35; Plut.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'échanger des regards ou action de regarder en face.
Étymologie: ἀντιβλέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίβλεψις: εως ἡ глядение в лицо Plut.: αἱ ἀντιβλέψεις Xen. обмен взглядами.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίβλεψις: -εως, ἡ, τὸ βλέπειν κατὰ πρόσωπον, βλέμμα, «κύτταγμα» Ξεν. Ἱέρ. 1. 35, Πλούτ. 2. 681Β.

Greek Monolingual

ἀντίβλεψις, η (Α)
το να βλέπει κάποιος κατάματα κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

ἀντίβλεψις: -εως, ἡ, κοίταγμα κατευθείαν στο πρόσωπο, κοίταγμα, κατάφατσα, σε Ξεν.

Middle Liddell

a looking in the face, a look, Xen.