ἀντελπίζω

English (LSJ)

hope instead or in turn, ἄλλα Th.1.70; ἕτερον πλοῦτον Lib.Decl.26.28.

Spanish (DGE)

esperar a su vez ἄλλα Th.1.70, ἀντίπαλα ... δράσειν ἀντελπίσαντας D.C.18.6, πλοῦτόν γε ἕτερον Lib.Decl.26.28.

German (Pape)

[Seite 246] dagegen, wieder hoffen, Thuc. 1, 70.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἀντελπίσας;
espérer en échange.
Étymologie: ἀντί, ἐλπίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντελπίζω: менять свои надежды: ἀντελπίσαντες ἄλλα Thuc. питая новые надежды, т. е. изменив планы или намерения.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντελπίζω: συλλαμβάνω νέαν ἐλπίδα πρὸς ἐπανόρθωσιν ἀποτυχίας, ἀντελπίσαντες ἄλλα ἐπλήρωσαν τὴν χρείαν Θουκ. 1. 70.

Greek Monolingual

ἀντελπίζω (Α)
αποκτώ νέα ελπίδα για επανόρθωση αποτυχίας.

Greek Monotonic

ἀντελπίζω: μέλ. -σω, ελπίζω αντιθέτως ή με τη σειρά μου, σε Θουκ.

Middle Liddell

to hope instead or in turn, Thuc.

Lexicon Thucydideum

denuo sperare, to hope again, 1.70.1.