ἀντεπιφέρω

English (LSJ)

A lay, inflict in turn upon, κακὰ πόλεσι Ph.1.407; ἀντεποισόμεθα· ἀντεπενέγκω.., Hsch. (-επονης-cod.).
2 Pass., rush upon in turn, Ti.Locr.102a.

Spanish (DGE)

1 imponer, causar a su vez (κακά) πόλεσι Ph.1.407, Ἥρας ... ἀλφοὺς ἀ[ντεπενε] γκάσης como Hera les enviara a su vez la lepra Phld. en ZPE 15 p.298 (cj.).
2 en v. med. lanzarse a su vez sobre πνεῦμα ... οἷον Εὔριπος ἀντεπιφέρεται εἰς τὸ σῶμα Ti.Locr.102a.

German (Pape)

[Seite 247] (s. φέρω), dagegen herzubringen, Tim. Locr. 102 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιφέρω: ἀμοιβαίως ἐπιφέρω, προξενῶ, ὅσα πόλεις πόλεσι καὶ ἔθνεσιν ἔθνη καὶ χώραις χῶραι ἀντεπιφέρουσι Φίλων 1. 407· πέμπω ὀπίσω, ἀντηχῶ, ἅπερ ἀκούει [ἡ ἠχὼ] ῥήματα ἀντεπιφέρει Πλανούδ. μετάφρ. Ὀβιδ. 3. 369. 2) ἀντεπιφέρομαι = ἀντεπιτίθεμαι, Τίμ. Λοκρ. 102Α.

Greek Monolingual

ἀντεπιφέρω (AM)
μσν.
αντηχώ
αρχ.
1. επιφέρω, προξενώ κακό για αντίποινα
2. αντεπιτίθεμαι.