ἀντιβατικός
English (LSJ)
ἀντιβατική, ἀντιβατικόν,
A contrary, opposite, φορά Plu.Phoc.2.
II of contact, firm, thorough, ἀντιβατικωτέρα ἡ κατὰ τὴν κίνησιν τοῦ οὐρανίου σώματος ἁφή Simp.in Cael.440.19, cf. 9; resistant, Hierocl. p.23A., Alex.Aphr.Quaest.62.4, Olymp.in Mete.18.30; of the pulse, Gal.8.949, cf.644. Adv. ἀντιβατικῶς = solidly, steadily ib.668: Comp., κλίνης ἀντιβατικώτερον ἐστρωμένης Sor.2.61.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1opuesto, contrario φορά Plu.Phoc.2.
2 resistente, firme ἀντιβατικωτέρα ἡ κατὰ τὴν κίνησιν τοῦ οὐρανίου σώματος ἁφή Simp.in Cael.440.19, cf. 9, τὸ σῶμα Hierocl.p.23, cf. Alex.Aphr.Quaest.62.4
•subst. τὸ ἀντιβατικόν = resistencia, firmeza τὴν δὲ περίσχισιν τοῦ πυρὸς φαίνεσθαι διὰ τὸ παχυμερὲς καὶ ἀντιβατικόν Olymp.in Mete.18.30, en med. del pulso τὸ γὰρ ἀνατρεπτικόν τε καὶ ἀντιβατικὸν ἀπεδώκαμεν ἐκείνῳ Gal.8.949, cf. 644.
II adv.
1 ἀντιβατικῶς = de forma firme del latido del pulso πλήττων Gal.8.668.
2 compar. neutr. como adv. κλίνης ἀντιβατικώτερον ἐστρωμένης hecha una cama en forma más dura Sor.140.12.
German (Pape)
[Seite 250] zum Widerstand geeignet, Galen.; widerstrebend, Plut. Phoc. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui résiste, opposé à.
Étymologie: ἀντιβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιβᾰτικός: противоположный, обратный, встречный (φορά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβᾰτικός: -ή, -όν, ἐναντίος, ἀντίθετος, Πλουτ. Φωκ. 2, Γαλην.
Greek Monolingual
ἀντιβατικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αντιβαίνει σε κάτι, ο αντίθετος.
Greek Monotonic
ἀντιβᾰτικός: -ή, -όν (ἀντιβαίνω), αντίθετος, ενάντιος, σε Πλούτ.