ἀντιδράω

English (LSJ)

fut. -δράσω [ᾱ],
A act against, retaliate, παθὼν μὲν ἀντέδρων S.OC271, cf. 953, E.Andr.438, Antipho4.2.2, etc.; πρὸς τὰς πράξεις ἀ. S.OC 959:—Pass., Iamb.Myst.3.29.
II c. acc. pers., repay, requite, ἀ. τινὰ κακῶς S.OC1191, cf. Pl.Cri.49d; γενναῖα γὰρ παθόντες ὑμᾶς ἀντιδρᾶν ὀφείλομεν E.Supp.1179.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾱ-]
1 devolver una acción, c. part. de πάσχω: παθὼν μὲν ἀντέδρων devolví lo que me hicieron sufrir S.OC 271, cf. 953, E.Andr.438, Antipho 4.2.2, Pl.Cri.49d
c. ac. de pers. κεῖνον ἀντιδρᾶν κακῶς devolver a aquel mal por mal S.OC 1191, γενναῖα γὰρ παθόντες ὑμᾶς ἀντιδρᾶν ὀφείλομεν si hemos recibido una acción noble, debemos corresponderos E.Supp.1179, cf. D.C.57.5.
2 c. prep. y ac. de cosa actuar contra, reaccionar πρὸς τὰς πράξεις S.OC 959
en v. med.-pas. oponerse, hacer resistencia ciertas almas a la luz divina, Iambl.Myst.3.29.

German (Pape)

[Seite 251] dagegen thun, vergelten, Soph. O. C. 272; πρὸς τὰς πράξεις 963; κακῶς τινα, Einem zur Vergeltung Böses thun, 1193; γενναῖα ἀντιδρᾶν τινα Eur. Suppl. 1178; Antiph. II α 8; Plat. Crit. 49 d.

French (Bailly abrégé)

ἀντιδρῶ :
faire à son tour : κακῶς τινα ἀντιδρᾶν SOPH rendre le mal pour le mal ; abs. ἀντιδρᾶν rendre le mal pour le mal, agir en représailles ; πρός τι en retour de qch.
Étymologie: ἀντί, δράω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδράω:
1 воздавать, возмещать, отплачивать, Soph., Eur., Anth.: ἀ. τινά τι Soph., Eur., Plat., Plut. отплачивать кому-л. чем-л.;
2 возражать (πρός τι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδράω: μέλλ. -δράσω (ᾱ), ἀντενεργῶ, ἀνταποδίσω τὰ ἴσα, παθὼν μὲν ἀντέδρων Σοφ. Ο. Κ. 247· πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 438, Ἀντιφῶντα 126. 12· ἀνθ’ ὧν πεπονθὼς ἠξίουν τάδ’ ἀντιδρᾶν Σοφ. Ο. Κ. 953· πρὸς τὰς πράξεις ἀντ. αὐτόθι 959. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ. ἀντιπληρώνω, ἀνταποδίδω πρᾶξιν, ἀντ. τινὰ κακῶς αὐτόθι 1191, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 49D· γενναῖα γὰρ παθόντες ὑμᾶς ἀντιδρᾶν ὀφείλομεν Εὐρ. Ἱκ. 1179.

Greek Monotonic

ἀντιδράω: μέλ. -δράσω,
I. ενεργώ αντίθετα, ανταποδίδω τα ίσα, σε Σοφ., Ευρ.
II. με αιτ. προσ., αποζημιώνω, αποπληρώνω, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

I. to act against, retaliate, Soph., Eur.
II. c. acc. pers. to repay, requite, Soph., Eur.