ἀπαυτομολέω

English (LSJ)

go of one's own accord, desert, Th.7.75; πρός τινα D.H.Orat.Vett.2; τινός D.C.36.17.

Spanish (DGE)

abandonar, desertar abs., Th.7.75, ἔνδεια ὥσπερ κακὸς δρομεὺς ἀ. LXX Pr.6.11a
πρός τινα D.H.Orat.Vett.2
en v. med.-pas. separarse c. gen. τινα ἀπαυτομολήσαντα Τιγράνου D.C.36.17.2.

German (Pape)

[Seite 283] überlaufen von Einem, Thuc. 7, 75.

French (Bailly abrégé)

ἀπαυτομολῶ :
ao. ἀπηυτομόλησα, pqp. ἀπηυτομολήκειν;
être transfuge.
Étymologie: ἀπό, αὐτομολέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαυτομολέω: перебегать к противнику, быть перебежчиком Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαυτομολέω: αὐτομολῶ ἀπό τινος, ἢ πρός τινα, ἐπὶ ὑπηρετῶν ἢ δούλων, δραπετεύω, ἀπηυτομολήκεσαν γὰρ πάλαι τε καὶ οἱ πλεῖστοι παραχρῆμα Θουκ. 7. 75· πρός τινα Διον. Ἁλ. περὶ Ρητορ. 2· τινὸς Δίων Κ. 35. 17.

Greek Monotonic

ἀπαυτομολέω: μέλ. -ήσω, εγκαταλείπω με τη θέλησή μου, λιποτακτώ, δραπετεύω, σε Θουκ.

Middle Liddell

to go of one's own accord, desert, Thuc.

Lexicon Thucydideum

transfugere, to flee, desert, 7.75.5 (de servis concerning slaves).