ἀποβράσσω

English (LSJ)

Att. ἀποβράττω, Poll.6.91: mostly in aor. ἀπέβρᾰσα:—
A throw out froth, like boiling water, and metaph., shake, sift out the bran from the meal, Call.Fr.232:—Pass., spurt out, Hp.Nat.Puer.31; to be cast ashore, Thphr. Fragmenta 30.3; νεκροὶ ἀπεβράσθησαν εἰς τοὺς αἰγιαλούς Ph.2.174.
2 metaph., εἰς τὰ τῆς ἐσχατιᾶς ib.354.
II intr., cease to boil, Alciphr.1.23.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -ττω
I 1arrojar a borbotones, expeler de donde ref. al esperma eyacular en v. pas. ἡ γονὴ ... ἀποβράσσεται Hp.Nat.Puer.31
ref. al mar arrojar c. ac. de dir., fig. del camino del placer respecto al alma μέχρις ἂν εἰς τὰ τῆς ἐσχατιᾶς ἀποβράσῃ Ph.2.354, en v. pas. κόγχας καὶ ὅσα ... πρὸς αἰγιαλοὺς εἴωθεν ἀποβράττεσθαι Thphr.Fr.30.3, ὑφ' ἧς ... νεκροὶ ... ἀπεβράσθησαν εἰς τοὺς ... αἰγιαλούς Ph.2.174.
2 cerner e.d. separar la harina del salvado εἰκαίην τῆς οὐδὲν ἀπέβρασε φαῦλον ἀλετρίς (harina) vulgar de la que la molinera no ha separado el salvado Call.Fr.334
en gener. limpiar de desperdicios ref. al grano ἀποβράσαντα τὸ ἄχυρον limpiándo(lo) de paja Orib.4.8.2, cf. Poll.6.91.
II intr. parar de hervir de donde perder su fuerza, cesar μετὰ δὲ τὸ ἀποβράσαι τὸ δριμύ Alciphr.3.40.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβράσσω: Ἀττ. -ττω, Πολυδ. Ϛ΄, 91: τὸ πλεῖστον κατ’ ἀόρ. -έβρασα: - ἐξάγω ἀφρόν, ὡς τὸ βράζον ὕδωρ, καὶ μεταφ. κοσκινίζω καὶ ἐξάγω τὸ πίτυρον ἐκ τοῦ ἀλεύρου, Καλλ. Ἀποσπ. 232: - Παθ., καχλάζω, ἀναβιβάζω ἀφρὸν καὶ πομφόλυγας, Ἱππ. 248. 33· - πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. βράζω. II. ἀμετάβ., παύομαι βράζων, Λατ. defervescere, Ἀλκίφρ. 1. 23.

Greek Monolingual

ἀποβράσσω (Α)
1. βγάζω αφρό
2. (-ομαι) κοχλάζω.