ἀρισκυδής

English (LSJ)

[ᾰ], ές, (σκύζω) very wrathful, Call.Fr.108.

Spanish (DGE)

(ἀρισκῡδής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
muy irritado εὖνις ... Διός Call.SHell.267.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρισκῡδής: -ές, (σκύζω) λίαν ὀργίλος, ἀρισκυδὴς εὖνις Διός, ἡ ἄγαν σκυζομένη, ὀργιζομένη, Καλλιμ. Ἀποσπ. 108.

Greek Monolingual

ἀρισκυδής (-οῦς), -ές (Α)
πολύ οργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + σκύζομαι «οργίζομαι, αγανακτώ»].

German (Pape)

[ῡ] (σκύζω), sehr zornig, Callim. frg. 108.

Translations