ἀρκτῆ
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ piel de oso Anaxandr.65, cf. Poll.5.16, Hsch.
German (Pape)
[Seite 354] ἡ, sc. δορά, das Bärenfell, Anaxandr. bei Poll. 5, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκτῆ: (ἐξυπακουομ. δορά), «ἡ τῆς ἄρκτου δορὰ» Ἡσύχ. (Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14).
Greek Monolingual
ἀρκτῆ, η (AM)
το δέρμα της αρκούδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρκτέη, με συναίρεση < άρκτειος < άρκτος (πρβλ. αλωπεκή, λεοντή, λυκή κ.ά.)].