ἀρχαιοπρεπής
English (LSJ)
ἀρχαιοπρεπές,
A time-honoured, venerable, A.Pr.409, Pl.Sph.229e; παράκλησις Iamb.Protr.17: Comp., Dam.Pr.131. Adv. ἀρχαιοπρεπῶς ib.337.
2 of literary style, old-fashioned, σχήματα D.H.Comp.23; ὀνόματα Id.Pomp.2; ἑρμηνεία Simp.in Ph. 233.10 (Comp.). Adv. ἀρχαιοπρεπῶς ib.111.15.
Spanish (DGE)
-ές
I 1sin connotaciones posit. o peyor. antiguo, viejo παράκλησις Iambl.Protr.17, ἀρχαιοπρεπεστέρα ... ἰδιότης Dam.in Prm.131.
2 antiguo, venerable μεγαλοσχήμονά τ' ἀρχαιοπρεπῆ στένουσι τὰν σὰν ... τιμάν A.Pr.408, τὸ μὲν ἀ. τι πάτριον Pl.Sph.229e, ἀ. οὖν καὶ ποιητικώτατος ὁ λόγος Sch.Pi.I.1.26, ᾠδαί Eust.Op.54.8.
3 anticuado, arcaico σχήματα D.H.Comp.23.7, (ὀνόματα) D.H.Pomp.2, ἑρμηνεία Simp.in Ph.233.10.
II adv. -ῶς
1 antiguamente, de manera antigua Dam.in Prm.337.
2 anticuada, arcaicamente Sch.Er.Il.11.162, Sch.Arist.Cael.310a31, Simp.in Ph.111.15.
German (Pape)
[Seite 364] ές, durch Alterthum ehrwürdig, τιμαί Aesch. Prom. 406; übh. = alterthümlich, Plat. Soph. 229 e.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
vénérable par son antiquité.
Étymologie: ἀρχαῖος, πρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχαιοπρεπής: почтенный своей древностью, старинный Aesch., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιοπρεπής: -ές, διαπρεπὴς ἐξ ἀρχαίων χρόνων, τετιμημένος καὶ σεβαστὸς ἕνεκα τῆς ἀρχαιότητος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 409. 2) ἐν γένει, ἀρχαϊκός, Πλάτ. Σοφ. 229Ε.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀρχαιοπρεπής, -ές)
αυτός που μοιάζει με τους αρχαίους ή που ταιριάζει στους αρχαίους τρόπους
αρχ.
ο σεβαστός εξαιτίας της αρχαιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -πρεπής < πρέπω (πρβλ. ανδροπρεπής, δουλοπρεπής)].
Greek Monotonic
ἀρχαιοπρεπής: -ές (πρέπω), διαπρεπής από τους αρχαίους χρόνους, τιμημένος λόγω της αρχαίας κληρονομιάς του, σε Αισχύλ.