ἀχλυόπεζα

English (LSJ)

ἡ, fringed or bordered with gloom, ἠώς Tryph.210.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾱ-]
la que tiene los pies envueltos en bruma ἡώς Triph.210.

German (Pape)

[Seite 418] δύσις, die Füße in Finsternis gehüllt, Thryphiod. 210.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχλυόπεζα: ἡ, ἡ τοὺς πόδας ἐν ἀχλύϊ ἔχουσα, ἀχλυόπεζαν... ἔτραπεν ἠῶ Τρυφ. 210.

Greek Monolingual

ἀχλυόπεζα, η (Α)
(για την Αυγή) αυτή που έχει τα πόδια της μέσα στην ομίχλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχλύς (-ύος) + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πους «το πόδι»].