αχλύς
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
Greek Monolingual
(-ύος), η (AM ἀχλύς, -ύος)
νέφος, θολούρα, καταχνιά
μσν.
φρ. «ἡ ἀχλὺς τῶν παθῶν» — τα πάθη που συσκοτίζουν τον νου ή κλονίζουν την πίστη
αρχ.
φρ.
1. «κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς» — σκοτείνιασαν τα μάτια του, έχασε τις αισθήσεις του (Όμηρος)
2. «κατ' ὀφθαλμών χέεν ἀχλύν» — του σκέπασε τα μάτια ώστε να μη βλέπει
3. «ἀπ' ὀφθαλμῶν σκέδασ' ἀχλύν» — τον έκανε να βλέπει καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Η λ. αχλύς πιθ. ταυτίζεται με το αρχ. πρωσσ. aglo «βροχή» (-ο < -u), ενώ η σύνδεση της με το αλβ. vάgull «σκοτεινός» είναι αβάσιμη. Η λ. αχλύς «καταχνιά, σκοτάδι» (πρβλ. νεφέλη, σκότος) χρησιμοποιείται στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει κάτι που εμποδίζει την όραση, είτε αυτό είναι πυκνό σύννεφο είτε ομίχλη που σκοτεινιάζει το βλέμμα πληγωμένου ή κάποιου που πεθαίνει, στον Ιπποκράτη δε ο τ. απαντά ως ιατρικός όρος και αναφέρεται σε ανωμαλία της οράσεως. Τέλος, η λ. αχλύς σημαίνει ακόμη «τη σκοτοδίνη από μεθύσι» (Κριτίας), «την ερωτική συγκίνηση» (Αρχίλοχος), ενώ στον Οππιανό δηλώνει «το μελάνι της σουπιάς».
ΠΑΡ. αρχ. αχλύνω, αχλυόεις, αχλύω, αχλυώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αχλυηφόρος, αχλυόπεζα
μσν.
αχλυοποιός].