ἁγιστεύω
English (LSJ)
A perform sacred rites, Pl.Lg.759d: c.acc., ἱερουργίαν D.H.1.40:—Pass., ὅσα ἄλλα ἁγιστεύεται Ph.2.231.
2 to be holy, live purely, ὅστις.. βιοτὰν ἁ. καὶ θιασεύεται ψυχάν E.Ba.74; to be sacred, Paus.6.20.2, cf. 8.13.1.
II Act., purify, Φόνου χεῖρας Orac. ap. Paus.10.6.7.
2 deem holy:—Pass., of places, Str.9.3.1, D.H.1.40.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1consagrar τελετὰς θεῶν εἰδὼς βιοτὰν ἁγιστεύειν E.Ba.74
•venerar, rendir culto en v. pas., de Filoctetes, Sch.Lyc.927S.
2 santificar, purificar φόνου χεῖρας Orác. en Paus.10.6.7.
3 realizar el rito, oficiar el culto, oficiar περὶ τὰ θεῖα Pl.Lg.759d, ἱερουργίαν D.H.1.40, en v. pas. ὅσα ἄλλα ἁγιστεύεται Ph.2.231.
II intr.
1 llevar una vida de santidad según ciertas normas, de sacerdotes y sacerdotisas, D.59.78, πρεσβῦτις ἡ θεραπεύουσα τὸν Σωσίπολιν ... ἀγιστεύει Paus.6.20.2, οὐ μόνον τὰ ἐς τὰς μίξεις ἀλλὰ καὶ ἐς τὰ ἄλλα ἁγιστεύειν καθέστηκε τὸν χρόνον τοῦ βίου πάντα Paus.8.13.1, ἀπὸ παντὸς ἄγους Polem.Hist.83.
2 de lugares, en v. med. ser considerado santo, ser santo χωρία ἁγιστευόμενα Str.9.3.1, cf. D.H.1.40.
German (Pape)
[Seite 14] (von ἁγίζω, ἁγιστός), 1) die heiligen Gebräuche beobachten, Plat. Legg. VI, 759 d; καθ' ἱεροὺς νόμους περὶ τὰ θεῖα ἱκανῶς ἁγ., nach Tim. lex. ἱεροθυτεῖν, wie Dionys. H. 1, 40 τὴν ἱερουργίαν ἁγ. – 2) keusch, rein leben. Dem. 59, 78; Paus. 8, 13; τὴν βιοτάν Eur. Bacch. 74; wie man auch ἁγιστεύω χεῖ ρας φόνου Orac. bei Paus. 10, 6, 7 erkl. kann, wo es andere »reinigen« erkl.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et part. ao.
remplir un devoir religieux, accomplir des rites sacrés.
Étymologie: ἁγίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἁγιστεύω ἅγιος vroom leven; met acc. v. h. inw. obj.: βιοτὰν ἁ. een vroom leven leiden Eur. Ba. 75.
Russian (Dvoretsky)
ἁγιστεύω: 1) совершать (соблюдать) религиозные обряды Plut.;
2) жить благочестиво Dem.: ἁ. βιοτάν Eur. вести благочестивый образ жизни.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγιστεύω: ἐπιτελῶ ἱεροτελεστίας, Πλάτ. Νόμ. 759D: ― Παθ. ὅσα ἄλλα ἁγιστεύεται, πᾶσαι αἱ λοιπαὶ ἱεραὶ τελεταί, Φίλων 2. 231. 2) Εἶμαι ἅγιος, ζῶ εὐσεβῶς ἢ ἁγνῶς, ὅστις βιοτὰν ἁγ. καὶ θιασεύεται ψυχάν, ὅστις διάγει ζωὴν καθαρὰν καὶ ἔχει εὐσεβῆ ψυχήν, Εὐρ. Βάκχ. 74: εἶμαι ἱερός, καθιερωμένος, Παυσ. 6. 20, 2, πρβ. 8. 13, 1. ΙΙ. Ἐνεργ., καθαίρω, ἐξαγνίζω, φόνου χεῖρας, ἀπὸ τὸν φόνον, Χρησμ. παρὰ Παυσαν. 10. 6, 7. 2) νομίζω τι ἅγιον· τὸ παθ. ἐπὶ τόπων, Στράβ. 417, Διον. Ἁλ. 1. 40.
Greek Monotonic
ἁγιστεύω: μέλ. -σω (ἁγίζω),
1. πραγματοποιώ ιερές τελετές, ιεροτελεστίες, λειτουργώ, σε Πλάτ.
2. ζω ευσεβώς ή αγνά, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἁγίζω
1. to perform sacred rites, Plat.
2. to live piously or chastely, Eur.