ἁλίπλοος

English (LSJ)

ἁλίπλοον, contr. ἁλίπλους, ἁλίπλουν,
A covered with water, τείχεα Il.12.26.
II later Act., sailing on the sea, ναῦς Arion l.17, cf. Apollod.Hist.209: as substantive, seaman, fisher, A.R.3.1329, Call.Del.15.
2 in form ἁλίπλωος, ἰχθύες Babr.61.4.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): contr. ἁλίπλους, -πλουν; ἁλίπλωος Babr.61.4
• Prosodia: [ᾰ-]
1 flotante sobre el mar ὗε δ' ἄρα Ζεὺς συνεχές, ὄφρα κε θᾶσσον ἁλίπλοα τείχεα θείη llovió Zeus sin cesar, para que cuanto antes se llevara el mar el muro flotando, Il.12.26
que navega por el mar ναῦς Lyr.Adesp.21.18, ἰχθῦς Babr.61.4.
2 subst. marinero, mareante, navegante ἰχθυβολῆες ἁ. Call.Del.15, ἁλίπλοοι οὔνομ' ἔθεντο Call.Del.52, cf. A.R.3.1329.

German (Pape)

[Seite 97] im Meere schwimmend, Hom. einmal, τείχεα Il. 12, 26; – ναῦς Arion 1, 20; Schiffer Ap. Rh. 3, 1328; Callim. Del. 15 Fischer; Ep. ad. 581 (Plan. 311) Fische; ῥηγμίν Agath. prooem. 91 (IV, 3).

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
att. ἁλίπλους, -ους, -ουν;
qui nage en mer, càd couvert par les flots.
Étymologie: ἅλς¹, πλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίπλοος: стяж. ἁλίπλους 2 погруженный в море, покрытый морем (τείχεα Hom.; ῥηγμίν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ὑπὸ ὑδάτων κεκαλυμμένος, τείχεα, Ἰλ. Μ. 26. II. μεταγ. ἐνεργ., = ὁ ἐπὶ τῆς θαλάσσης πλέων, ναῦς, Ἀρίων 17 (Bgk σ. 873)· ὡς οὐσιαστ., ναύτης ἁλιεύς, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1329, Καλλ. εἰς Δηλ. 15.

English (Autenrieth)

(πλέω): sailing in the sea, ‘submerged,’ acc. pl., Il. 12.26†.

Greek Monotonic

ἁλίπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν (ἅλς, πλέω),
I. σκεπασμένος με νερό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτός που πλέει στη θάλασσα, νοῦς, σε Αρίων.

Middle Liddell

[ἅλς, πλέω
I. covered with water, Il.
II. sailing on the sea, ναῦς Arion.