ἄκανθος

English (LSJ)

ὁ,
A bearsfoot, Acanthus mollis, a plant imitated in Corinthian capitals, Arist.Fr.269(prob.), cf. IG4.1484.243(Epid.); ὑγρὸς ἄκανθος Theoc.1.55; ἄκανθος ἀγρία = Acanthus spinosus, Dsc.3.17.
II Acanthus = ἀκακία, Virg.G.2.119.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: ἡ ἄκανθος Dsc.3.17]
I 1 bot. acanto, Acanthus mollis (reproducido en capiteles corintios y otros adornos arquitectónicos), Arist.Fr.269, IG 42.102.241 (Epidauro IV a.C.), ὑγρὸς ἄκανθος Theoc.1.55, ἀνθήεις ἄκανθος Nic.Th.645, cf. Verg.B.3.45, Ou.Met.13.701, Prop.3.9.14, Vitr.4.1.9.
2ἄκανθος ἀγρία = Acanthus spinosus Dsc.3.17.
3 acacia, Acacia arabica Verg.G.2.119.
II orn. lúgano, Carduelis spinus (L.), Ael.NA 10.32.

German (Pape)

[Seite 68] ὁ, Bärenklau, ὑγρός Theocr. 1, 55; Nic. Ther. 645. Auch ἡ = ἄκανθα. Als Verzierung, bes. am Knauf der korinthischen Säulen.

Russian (Dvoretsky)

ἄκανθος: (ᾰκ) ὁ бот. акант, «медвежья лапа» (Acanthus mollis) Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκανθος: ὁ, Λατ. acanthus, εἶδος φυτοῦ, ἀρκουδόβατος (μελάμφυλλον), οὗ τὰ φύλλα ἐμιμήθησαν ἐν τῇ διασκευῇ τοῦ Κορινθιακοῦ κιονοκράνου, ὑγρὸς ἄκ., Λατ. mollis, Θεόκρ. 1. 55· πρβλ. Διοσκ. 3. 19· πρβλ. ἄκανθα, Ι. ΙΙ. εἶδος Αἰγυπτίου δένδρου ἀκανθοφόρου, πιθανῶς τὸ αὐτὸ καὶ ἄκανθα ΙΙ, Voss Virg. G. 2. 199.

Greek Monolingual

η Αρχαιολ.
γλυπτό κόσμημα του κορινθιακού κιονοκράνου, που μιμείται το κομψό φύλλωμα του ομώνυμου φυτού και ειδικότερα του είδους Acanthus spinosus.

Greek Monotonic

ἄκανθος: ὁ (ἀκή I), Λατ. acanthus, είδος φυτού, αρκουδόβατος (μελάμφυλλο), του οποίου τα φύλλα μιμήθηκαν στη διαμόρφωση των Κορινθιακών κιονόκρανων, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[ἀκή]
Lat. acanthus, brank-ursine, a plant imitated in Corinthian capitals, Theocr.

Translations

acacia

Arabic: أَقَاقِيَا, سَنْط, طَلْح, قَرَظ; Bhojpuri: बबूल; Bulgarian: акация; Catalan: acàcia; Cebuano: akasya; Coptic Sahidic: ϣⲟⲛⲧⲉ; Bohairic: ϣⲟⲛϯ; Fayyumic: ϣⲁⲛϯ; Czech: akácie, kapinice; Dutch: acacia; Esperanto: akacio; Finnish: akasia; French: acacia; German: Akazie; Greek: ακακία; Ancient Greek: ἀγριόκαρδον, ἀγριόκαρδος, ἀειδουράγκαθον, ἀκακία, ἄκανθα, ἀκάνθιον, ἄκανθος, ἀντίγονον, γαυδουράκανθον; Hebrew: שיטה; Hiligaynon: akasya; Hindi: बबूल; Hungarian: akácia; Hunsrik: Akassje; Icelandic: akasía; Indonesian: akasia; Irish: acáise, acaicia, crann acaicia; Italian: acacia; Japanese: アカシア; Kapampangan: akasya; Latin: acacia; Malay: akasia; Maltese: akaċja; Manx: acaashey; Maori: keiha; Norwegian: akasie; Polish: akacja; Portuguese: acácia; Quechua: harka; Romanian: acacia; Russian: акация; Spanish: acacia; Swahili: mshita; Swedish: acacia, acaciaträd, akacia, akaciaträd; Tagalog: langil, akasya; Turkish: akasya; Ukrainian: акація; Volapük: kaaziad, kaaziadabim; Xhosa: umnga