ἄκαστος

English (LSJ)

ὁ, = σφένδαμνος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
bot. arce de Montpellier, Acer monspessulanum Hsch.
• Etimología: Rel. c. el lat. acer, -eris, aaa. ahorn.

Greek Monolingual

ἄκαστος, ο (Α)
«ἡ σφένδαμνος» (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ότι προέρχεται από αρχικό τ. ἄκαρ-στος από ρίζα ακ-(«αιχμηρός» κ.λπ.) και είναι συγγενής ως προς την προέλευση με τις λ. ἄκαρνα, λατ. acer, -eris και το γερμ. Ahorn «σφένδαμνος». Ως προς το τέρμα η λ. σχηματίζεται αναλογικά προς άλλα ονόματα φυτών που λήγουν σε -στος, πρβλ. πλατάνιστος. Βλ. και λήμμα ακ-].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: ἡ σφένδαμνος H. maple
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: One assumes *ἄκαρ-στος, cognate with Lat. acer, -ris maple, OHG ahorn (which is connected with ἄκαρνα δάφνη H., q.v.), Gallorom. *akar(n)os id. (Hubschmied Rev. celt. 50, 263f.). See Osthoff Etym. Parerga 1, 187ff.; W.-Hofmann s. 1. acer, Pok. 20. For the fomation cf. πλατάνιστος; cf. Chantr. Form. 302 (where the derivation from *-id-to- may be wrong). - However, plant names are often borrowed, and the formation is unclear. Fur. 371 compares κάστον ξύλον, Ἀθαμᾶνες H. For the meaning cf. (164) σφένδαμνον ξύλον H. His further comparison (343) with κόστον wooden parts of a wagon is less certain (he further points to Basque gastigaŕ maple).

Frisk Etymology German

ἄκαστος: {ákastos}
Meaning: ἡ σφένδαμνος H.
Etymology: Falls aus *ἄκαρστος, urverwandt mit lat. ăcer, -ris Ahorn, ahd. ahorn (zum letztgenannten vgl. besonders ἄκαρνα· δάφνη H.), gallorom. *akar(n)os Ahorn (Hubschmied Rev. celt. 50, 263f.). Ausführliche Behandlung bei Osthoff Etym. Parerga 1, 187ff., dazu W.-Hofmann s. 1. acer, Pok. 20. Zur Bildung vgl. zunächst πλατάνιστος; Näheres bei Chantraine Formation 302 (verfehlt Osthoff a. O.: -στο- zu - säen).
Page 1,51