ἄνθη

English (LSJ)

ἡ,
A full bloom of a flower or plant, ἀκμὴν ἔχει τῆς ἄνθης Pl. Phdr.230b, cf. Porph. ap. Eus.PE3.10: a special Att. form, Moer.4, Thom.Mag.p.10 R.
2 blossom or bloom, Nic.Th.625, Ael.NA 12.4.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
I 1florecimiento, floración ἀκμὴν ἔχει τῆς ἄνθης Pl.Phdr.230b, cf. Porph.Fig.11.7, Moer.4, Thom.Mag.p.10.
2 follaje ἀναφύουσιν πτίλα νεαρὰ ... ὡς τὴν ἄνθην τὰ δένδρα Ael.NA 12.4.
3 brote, flor ἑλιχρύσοιο ... πολυδευκέος ἄνθην Nic.Th.625.
4 fig. sulfato cúprico, vitriolo azul o piedra azul χαλκοῖο πάλαι μεμογηότος ἄνθην Nic.Al.529.
II como n. pr. Anta
1 una de las hijas de Alcioneo, Apostol.2.20, Sud.s.u. Ἀλκυονίδες.
2 ciudad de los mirmidones en Tesalia, Hes.Sc.474.

German (Pape)

[Seite 232] η, die Blüte, Blume, das Blühen, bes. bei Attikern, Plat. Phaedr. 230 b. Bei Ael. H. A. 12, 4 das Laub.

French (Bailly abrégé)

1pl. de ἄνθος.
2ης (ἡ) :
feuille.
Étymologie: ἄνθος.

Russian (Dvoretsky)

ἄνθη:
I τά pl. к ἄνθος I.
II ἡ цветение, (рас)цвет Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνθη: ἡ, ὡς τὸ ἄνθησις, ἡ πλήρης ἄνθησις φυτοῦ τινος ἢ ἄνθους, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β: ἴδιος Ἀττικὸς τύπος, Μοῖρις σ. 4, ἔκδ. Πιερσ., Θωμ. Μ. σ. 127. 2) ἄνθοςἄνθισμα, Νικ. Θ. 625, κτλ., Αἰλ. π. Ζ. 12. 4.

Greek Monolingual

ἄνθη, η (Α)
1. η πλήρης άνθηση λουλουδιού ή φυτού, το λουλούδισμα
2. η εποχή της άνθησης, της ακμής.

Greek Monotonic

ἄνθη: ἡ (ἄνθος), πλήρης άνθηση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἄνθος
full bloom, Plat.