ἄσικχος

English (LSJ)

ἄσικχον,
A not nice as to food, Plu.Lyc.16.
II not easily causing satiety or not easily causing disgust, of food, Id.2.132b (Sup.).

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. que come de todo, no melindroso βρέφη ἄσικχα ταῖς διαίταις Plu.Lyc.16.
2 de alimentos que no hastía οἶνος Plu.2.132b.

German (Pape)

[Seite 370] nicht ekel im Essen, nicht delikat, Plut. Lyc. 16. – Act., nicht Ekel erregend, superl., Plut. san. tu. p. 396.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non délicat;
2 qui ne cause pas de dégoût.
Étymologie: , σικχός.

Greek Monolingual

ἄσικχος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν είναι ιδιότροπος στο φαγητό
2. αυτός που δεν προξενεί αηδία, σιχαμάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σικχός «δύσκολος, ιδιότροπος (ειδικά στο φαγητό), αηδιαστικός, σιχαμένος»].

Greek Monotonic

ἄσικχος: -ον, αυτός που δεν σιχαίνεται, σε Πλούτ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἄσικχος:
1 неразборчивый, непривередливый (εὔκολος ταῖς διαίταις καὶ ἄ. Plut.);
2 не вызывающий отвращения, не приедающийся (ὄψων ἀσικχότατον Plut.).

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
not nice as to food, Plut.