ἄτλατος
English (LSJ)
Doric form of ἄτλητος, ον,
A not to be borne, insufferable, unendurable πένθος, ἄχος, Il.9.3, 19.367, cf. Orac. ap. Hdt.5.56, Pi.O.6.38; ἀγγελία S.Aj. 223 (lyr.).
2 not to be dared, ἄτλητα τλᾶσα A.Ag.408 (lyr.).
II Act., incapable of bearing, impatient of, c. gen., μόθων ἄτλατος AP9.321 (Antim. ?). Adv. ἀτλήτως, insufferably, unendurably φέρειν Ael.NA16.28.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἄτλητος.
English (Slater)
ἄτλᾱτος, -ον insufferable, dreadful ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας (O. 6.38) ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας (N. 1.48) [†ἀτληκηκότας† codd. Stobaei, unde ἀτλάτα κακότας coni. Boeckh fr. 42. 5.]
Russian (Dvoretsky)
ἄτλᾱτος: дор. = ἄτλητος.
Translations
intolerable
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: αβάσταγος, αβάσταχτος, ανταγιάντιστος, ανυπόφερτος, ανυπόφορος, απάλευτος, ασήκωτος, αφόρητος, δεν αντέχεται, δεν τρώγεται, δυσβάστακτος, δυσβάσταχτος, δυσκολοβάσταχτος, δυσκολοϋπόφερτος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Latin: intolerabilis, intolerandus; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت