ἄχερδος
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ (less freq. ὁ, Theoc.24.90), wild pear, Pyrus amygdaliformis, Od.14.10, S.OC1596, Pherecyd.33 J., Theoc. l.c.; ἀ. τῆς ἀκραχολωτάτης Pherecr. 164: special kind at Ceos, Arist.Mir.845a15.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ὁ ἄ. Theoc.24.90]
bot. peral silvestre, Pyrus amygdaliformis Vill. (αὐλήν) ἐθρίγκωσεν ἀχέρδῳ Od.14.10, cf. S.OC 1596, Pherecyd.33, Pherecr.174, Call.SHell.257.15, Theoc.24.90, Arist.Mir.845a15, AP 7.536 (Alc.Mess.), A.D.Adu.152.15, Coni.256.27, Nonn.D.14.369, Hsch.
German (Pape)
[Seite 417] ἡ, auch ὁ, Hagedorn, ein wilder dorniger Strauch, zu Hecken gebraucht, Od. 14, 10, ἅπαξ εἰρημ.; Alc. Mess. 18 (VII, 536) πνιγόεις; vgl. Theocr. 24, 88; Soph. O. C. 1592 = wilder Birnbaum, vgl. Phereer. B. A. 475 u. s. ἀχράς.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ, rar. ὁ)
1 arbuste épineux;
2 poirier sauvage.
Étymologie: DELG étym. ignorée ; pê terme local, cf. ἀχράς.
Par. ἀχράς, ἄπιος.
Russian (Dvoretsky)
ἄχερδος: ἡ, у Theocr. ὁ
1 предполож. дикая груша (Pirus salicifolia) Soph., Theocr., Arst.;
2 живая изгородь (θρινκοῦν ἀχερδῳ Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄχερδος: ἡ, σπανιώτερον ὁ (Θεόκρ. 24. 88)· ἄγριός τις ἀκανθώδης θάμνος, ὃν μετεχειρίζοντο πρὸς κατασκευὴν φρακτῶν, ἴσως εἶδος ἀγρίας ἀχράδος, ἀγριαπιδιᾶς, Ὀδ. Ξ. 10, Σοφ. Ο. Κ. 1596, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 32.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἄχερδος, ο, η (Α)
είδος άγριας αχλαδιάς, αγριαπιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι συνδέεται με αλβ. darδe «αχλάδι» ή ότι ανάγεται σε ινδοευρ, ĝher(s)- «υψώνομαι, εξέχω», μέσω μιας σημασιολογικής εξελίξεως («αγκαθωτοί θάμνοι» > «άγρια αχλαδιά»), η οποία δεν είναι πειστική. Πρόκειται μάλλον για επιτόπια λέξη που σχετίζεται πιθ. με το πιο εύχρηστο αχράς].
Greek Monotonic
ἄχερδος: ἡ, άγριος αγκαθωτός θάμνος, άγρια αχλαδιά, αγριαπιδιά, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· αρσ. σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. (m. Theoc.)
Meaning: wild pear, Pyrus amygdaliformis (Od.).
Other forms: ἀγέρδα (cod. -αα)· ἄπιος, ὄγχνη H. ἄχηρον· ἀκρίδα Κρῆτες H., with Cretan ερδ > ηρ; ἀκρίδα is changed by Latte into ἀχράδα; doubtful; cf. ἀκρίς.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: See Chantr. Form. 359. - ἀγέρδα can be Macedonian; if not, the variation shows a Pre-Gr. word. Jokl, Festschrift Kretschmer 89ff., derived it from *ǵher(s)- stretch (WP. 1, 610; Pok. 445f.) assuming a development thornbush > wild pear; the ἀ- would be copulative; both quite improbable. Comprared with Alb. dardhë pear (*ghord-). The ἀ- must then be a real prothesis and the word a non-IE loan word. Connection with ἀχράς is evident; q.v.
Middle Liddell
[Deriv. unknown.]
a wild prickly shrub, a wild pear, Od., Soph.; masc. in Theocr.
Frisk Etymology German
ἄχερδος: {ákherdos}
Grammar: f. (m.)
Meaning: wilder Birnbaum, Pyrus amygdaliformis (Od., S., Theok. usw.).
Etymology: Zur Bildung Chantraine Formation 359, Schwyzer 508. — Nicht sicher erklärt. Von Bugge BB 18, 184 und Mann Lang. 28, 34 mit alb. darδe Birne verglichen; von Jokl Festschrift Kretschmer 89ff. weiterhin zu idg. ĝher(s)- starren (WP. 1, 610; Pok. 445f.) gezogen unter der ganz hypothetischen Annahme einer Bedeutungsentwicklung Dorngebüsch > wilder Birnbaum. Anlaut ἀ- wäre kopulativ. — Älterer Versuch bei WP. 1, 608 und Bq s. ἀχράς; vgl. d. W. S. auch Schrader-Nehring Reallex. 147.
Page 1,199