ἐγκέλευμα
English (LSJ)
or ἐγκέλευσμα, ατος, τό, encouragement, X.Cyn.6.24, Cic. Att.6.1.8.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
encouragement.
Étymologie: ἐγκελεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέλευμα: ἢ -ευσμα, τό, παραθάρρυνσις, παρακέλευσις, προτροπή, παρακίνησις, Ξεν. Κυν. 6, 24, Κικ. π. Ἀττ. 6. 1, 8.
Greek Monolingual
ἐγκέλευμα και ἐγκέλευσμα, το (Α)
προτροπή, ενθάρρυνση, παρακίνηση.
Greek Monotonic
ἐγκέλευμα: ή -ευσμα, τό, προτροπή, παρακίνηση, σε Ξεν.
Middle Liddell
[from ἐγκελεύω
an encouragement, Xen.