ἐγκέλευμα

English (LSJ)

or ἐγκέλευσμα, ατος, τό, encouragement, X.Cyn.6.24, Cic. Att.6.1.8.

German (Pape)

[Seite 707] τό, v.l. für das Folgde.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
encouragement.
Étymologie: ἐγκελεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκέλευμα: ἢ -ευσμα, τό, παραθάρρυνσις, παρακέλευσις, προτροπή, παρακίνησις, Ξεν. Κυν. 6, 24, Κικ. π. Ἀττ. 6. 1, 8.

Greek Monolingual

ἐγκέλευμα και ἐγκέλευσμα, το (Α)
προτροπή, ενθάρρυνση, παρακίνηση.

Greek Monotonic

ἐγκέλευμα: ή -ευσμα, τό, προτροπή, παρακίνηση, σε Ξεν.

Middle Liddell

[from ἐγκελεύω
an encouragement, Xen.