ἐδεστής

English (LSJ)

ἐδεστοῦ, ὁ, eater, Hdt.3.99, Antiph.26.15.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
que come, comedor κρεῶν ἐδεσταί Hdt.3.99, cf. Antiph.27.15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
mangeur.
Étymologie: ἔδω.

Russian (Dvoretsky)

ἐδεστής: ου ὁ питающийся (κρεῶν ὠμῶν Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐδεστής: -οῦ, ὁ, τρώγων, Ἡρόδ. 3. 99, Ἀντιφάν. ἐν «Ἁλιευομένῃ» 1. 15.

Greek Monolingual

ἐδεστής, ο (Α)
αυτός που τρώει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. -εστᾱς (< εδ-τᾱς) του οποίου την ύπαρξη πιστοποιεί το σύνθ. ωμηστής «ωμοφάγος», με έκταση του πρώτου φωνήεντος του β' συνθετικού (πρβλ. αλφηστής, νήστης)].

Greek Monotonic

ἐδεστής: -οῦ, ὁ (ἔδω), αυτός που τρώει, ο φαγάς, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐδεστής, οῦ, [ἔδω]
an eater, Hdt.