νήστης
English (LSJ)
νήστου, ὁ,
A one who is fasting, fasting, on an empty stomach, Semon.38, Arist.Fr.232, Matro Conv.10; ταῦτα νήστῃ δίδου πιεῖν POxy.1088.44 (i A.D.), cf. SIG1171.9 (Lebena), PLit.Lond. 171 (iii A.D.).
II = spinner, staminarius, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 254] ὁ, der Fastende, sp. Form für νῆστις, Matron Ath. III, 134 f.
Russian (Dvoretsky)
νήστης: ου adj. Arst. = νῆστις I, 1.
Greek (Liddell-Scott)
νήστης: -ου, ὁ, ὁ νηστεύων, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ νῆστις, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 223 Μάτρων παρ’ Ἀθην. 134F.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
νήστης, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. νήστειρα)
αυτός που νηστεύει, νηστευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του νῆστις με κατάλ. -της. Ο τ. νήστειρα < νήστης + επίθημα -ειρα (πρβλ. λῄστειρα, μνήστειρα)].
(II)
νήστης, ὁ (Α)
αυτός που κλώθει, που γνέθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νησ- του νήθω «γνέθω» (πρβλ. μελλ. νήσω) + κατάλ. -της (πρβλ. καύστης, μύστης)].
Léxico de magia
ὁ que está en ayunas como condición indispensable para realizar ciertos actos προσδόκησον ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ νήστης ἀνατολὴν ἡλίου espera en tu casa en ayunas la salida del sol P III 334 beber πίε αὐτὸ τὸ ὕδωρ ἐπὶ ἡμέρας ζʹ ν. bebe ese agua en ayunas durante siete días P I 236 εὐζώμου σπέρμα μετὰ στροβιλίων σὺν οἴνῳ τρίψας ν. πίε machaca semilla de roqueta y piñones con vino y bebe en ayunas SM 83 8 comer πλάσον ἄρτον ... καὶ φάγε ν. καὶ γνώσῃ τὴν ἐνέργειαν amasa un pan, cómelo en ayunas y conocerás la energía mágica P III 412 κατάφαγε (τὴν καρδίαν) ν. λέγων ἑπτάκις come el corazón en ayunas diciendo siete veces P III 427