ωμηστής
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α
1. αυτός που τρώγει ωμό κρέας («ὑπ' ὠμηστῶν κυνῶν», Σοφ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) σκληρός, απάνθρωπος
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου και του Πανός) αυτός προς τιμήν του οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς Διόνυσος», Ανθ. Παλ.)
2. χρησιμοποιείται αντί της λ. λέων («ὠμηστὰν δ' ἔτραπε φυζαλέον φθόγγον ὑποδείσαντα πελώριον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -ησ-της, αντί ὠμοεδ-της (< ἔδω «τρώω», με έκταση λόγω συνθέσεως και συριστικοποίηση του οδοντικού -δ- πριν από -τ-), πρβλ. ἀλφηστής].