ἐμπόρφυρος

English (LSJ)

ἐμπόρφυρον, inclining to purple, Dsc.3.100, Orib.Syn.2.56.17, Cat.Cod.Astr.8(4).251.

Spanish (DGE)

-ον
purpúreo, de color púrpura frec. de plantas ἄνθη (βακχάριδος) Dsc.3.44.1, cf. 4.162.1, ἡ γιζηρά Orib.Syn.2.56.17, κόκκοι (γλυκυσίδης) Dsc.3.140.1, cf. Iul.Laod. en Cat.Cod.Astr.8(4).251, ὑποκυάνεον ἔχει τὴν κεφαλὴν καὶ μᾶλλον γε ἐμπόρφυρον la paloma torcaz, Alex.Mynd.p.552W., λινούδιον POxy.114.8 (II/III d.C.).

German (Pape)

[Seite 817] etwas purpurn, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόρφῠρος: -ον, = κλίνων πρὸς τὸ πορφυροῦν χρῶμα, ὑποπόρφυρος, Διοσκ. 3. 114.

Greek Monolingual

ἐμπόρφυρος, -ον (Α)
κάπως πορφυρός, ελαφρώς πορφυρός, όχι βαθύς κόκκινος.