ἐνέρεισις
English (LSJ)
-εως, ἡ, pressure, Hp.Off.12: pl., Arr.Tact.16.13.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 cirug. presión μηδὲ νάρθηξιν ἐνέρεισιν εἶναι sin que haya presión sobre las tablillas del vendaje, Hp.Off.12, cf. Gal.18(2).828, ἀναιρεῖσθαι ... κατ' ἐνέρεισιν ἀκμῇ σμιλίου τοῦ ἐκκοπέως Orib.44.8.9.
2 milit. presión, empuje ejercido en una formación por los de detrás, Arr.Tact.16.13.
German (Pape)
[Seite 839] ἡ, das Daraufstämmen, -stützen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνέρεισις: -εως, ἡ, τὸ ἐνερείδειν, θλῖψις, μηδὲ νάρθηξιν ἐνέρεισιν εἶναι μηδὲ ἄχθος Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 745C.
Greek Monolingual
ἐνέρεισις, η (Α) ενερείδω
πίεση, σύνθλιψη («μηδέ νάρθηξιν ἐνέρεισιν εἶναι, μηδέ ἄχθος», Ιπποκρ.).