ἐναστράπτω

English (LSJ)

flash in or flash on, metaph., δικαιοσύνη ἐ. Them.Or.4.51d, cf. Iamb.Myst.3.11; πρὸς τὴν οὐσίαν Jul.Or.4.137b: c. acc. cogn., ἐ. φέγγος τινί Ph.1.448.

Spanish (DGE)

1 de los astros lanzar rayos, refulgir, irradiar ἄστρα ἐνήστραπτεν Poll.10.43, c. prep. indic. direcc. πρὸς τὴν οὐσίαν αὐτοῖς ... ἐναστράπτων (el sol) dirigiendo sus rayos hacia la esencia de éstos (de los dioses), Iul.Or.11.137b, frec. fig. (ὅταν) νοηταὶ ἐναστράψωσιν αὐγαί Ph.1.364, ἐναστράπτει δικαιοσύνη Them.Or.4.51d, ἡ τοῦ θεοῦ παρουσία ... ἄνωθεν ἐναστράπτουσα Iambl.Myst.3.11, c. dat. ψυχαῖς Gr.Naz.M.35.1120A, cf. Cyr.Al.M.73.32D, Isid.Pel.Ep.M.78.649C.
2 fact. hacer refulgir c. ac. int. y dat. de pers., fig. τὸ ἀληθείας φέγγος ἤρξατο ὁ θεὸς ἐναστράπτειν αὐτῷ Dios comenzó a hacer refulgir en él el brillo de la verdad Ph.1.448, cf. Cyr.Al.Luc.2.32.11, αὐτοῖς τὴν ... γνῶσιν Cyr.Al.Dogm.p.562.14.

German (Pape)

[Seite 830] hineinblitzen, Sp.; πῦρ τινι, vor Jem. erglänzen lassen, Philostr. im. 2, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναστράπτω: μέλλ. -ψω, ἀστράπτω, λέμπω ἔν τινι, Φίλων 1. 448, Θεμίστ. 51D: ― μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., προγνώσεως ἐνέστραψε φῶς Εὐστ. Πονημ. σ. 175. 27.

Greek Monolingual

ἐναστράπτω (AM)
μσν.
αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ
αρχ.
φέγγω μέσα σε κάτι («ἐγκατοικεῖ δέ πραότης, ἐναστράπτει δικαιοσύνη», Θεμίστ.).