ἐνσωματόω

English (LSJ)

embody, ψυχήν Porph. Abst.4.20:—Pass., ibid., Herm.in Phdr.p.167 A., Anon.in Tht.53.7.

Spanish (DGE)

I causativo
1 corporeizar, hacer corporal o carnal τὸ σῶμα ... ἐνσωματοῦν τὴν ψυχήν el cuerpo que hace al alma carnal Porph.Abst.4.20, en v. pas. ἡ ψυχὴ ἐνταῦθα καὶ ἐνσωματοῦται en la imagen de los dos caballos regidos por el auriga, Herm.in Phdr.167, τοῖς διὰ κακίαν ἐνσωματουμένοις Didym.in Ps.37.12.
2 c. suj. de pers. reencarnar el alma, irón. αὐτὴν ... οἱ δὲ τρὶς ἐνσωματοῦσιν otros la reencarnan tres veces, e.e., creen que se reencarna tres veces Herm.Irris.3.
II intr., en v. med.-pas.
1 crist. encarnarse ὁ πρωτοτόκος πάσης κτίσεως ἐνσωματούμενος de Cristo, Origenes Io.2.31.
2 reencarnarse λήθην ἐλάβομεν ἐνσωματωθέντες ref. la teoría de la reminiscencia, Alcin.178.10, cf. 43, Anon.in Tht.53.7, Clem.Al.Strom.3.3.13, Corp.Herm.Fr.26.3.

German (Pape)

[Seite 853] einkörpern, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσωμᾰτόω: σωματόω, καθιστῶ τι ἐνσώματον, Κλήμ. Ἀλ. σ. 516.

Greek Monolingual

(AM ἐνσωματῶ, ἐνσωματόω) σωματώ
ενσαρκώνω, αποτελώ την υλική υπόσταση ή το υπόδειγμα μιας έννοιας, αξίας κ.λπ.
νεοελλ.
συνενώνω ή παρεμβάλλω στοιχεία ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα ή ένα οργανικό σύνολο.