ἐντυπάς
English (LSJ)
Adv., once in Hom., Il.24.163 ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος (of Priam in his grief) lying wrapt up in his mantle so closely as to show the contour of his limbs (τύπος), cf. Sch.ad loc., Hsch.; ἐ. ἐν λεχέεσσι καλυψάμενος A.R.1.264, cf. 2.861, Q.S.5.530, Epic.in Arch.Pap.7p.3.
Spanish (DGE)
(ἐντῠπάς)
adv. dibujando el contorno, marcando la figura, de manera muy apretada ref. al modo de llevar el manto de duelo ὁ δ' ἐν μέσσοισι γεραιὸς ἐ. ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος el viejo estaba en medio cubierto con un manto estrechamente ceñido Príamo por la muerte de Héctor Il.24.163 Il.24.163, ἐ. ἐν λεχέεσσι καλυψάμενος γοάασκεν A.R.1.264, cf. 2.861, Q.S.5.530
•gener. ἀμφὶ δέ οἱ νεόδαρτος ἐνὶ χροὶ δύετο ῥινός ἐ. la piel recién desollada se adhería a la carne modelándola Dionysius 19ue.6
•ocultándose, estando embozado Hsch.
• Etimología: De τύπτω.
German (Pape)
[Seite 859] adv., Homer einmal, Iliad. 24, 163 ὁ δ' ἐν μέσσοισι γεραιὸς ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος, nach Aristarch = so eingehüllt, daß man durch das Gewand die Form des Leibes sah, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἐν ἴσῳ τῷ ἐντυπαδίῳ, ὥστε διὰ τοῦ ἱματίου τὸν τοῦ σώματος τύπον φαίνεσθαι; Apoll. Rhod. 1, 264. 2, 861 Quint. Sm. 5, 530. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 69, 24 Ioann. Alexandrin. p. 38, 12 Hesych. u. d. a. Lexicogr.
French (Bailly abrégé)
adv.
en s'enveloppant ou en se roulant dans qch de manière à mouler les formes du corps.
Étymologie: ἐν, τύπος.
Russian (Dvoretsky)
ἐντυπάς: adv. плотно (ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντῠπάς: Ἐπίρρ. μόνον ἐν Ἰλ. Ω 163· ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος (περὶ τοῦ Πριάμου ἐν τῇ θλίψει αὐτοῦ), «ἐντυπωδῶς, ἐντετυπωμένως τῷ ἱματίῳ, ὥστε δι’ αὐτοῦ σώματος μόνον τύπον φαίνεσθαι, καὶ διὰ τοῦ σκέποντος ὁρᾶσθαι τὸν τοῦ σκεπομένου τύπον» (Εὐστ.), «οὕτως φησὶν αὐτὸν κεκαλύφθαι τῇ χλανίδι ἐν τετυπωμένοις ἱματίοις ὅλον τὸ σῶμα, ὥστε μόνον τῶν μελῶν τύπον φαίνεσθαι» (Σχόλ.)· τὴν φράσιν τοῦ Ὁμήρου ἐμιμήθη ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. (Α. 264) ἐντυπὰς ἐν λεχέεσσι καλυψάμενος γοάασκεν, πρβλ. καὶ Β. 861, καὶ Κόϊντ. Σμ. 5. 530. Ἴδε Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐντυπάς (Α)
επίρρ. δυνατά, σφιχτά, εντυπωδώς (Ευστ.) («ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος» — έχοντας καλύψει το σώμα του σφιχτά μέσα στη χλαίνη [ώστε να φαίνονται αποτυπωμένα σ' αυτήν τα μέλη του], Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐντῠπάς: (τύπος), επίρρ., ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος (λέγεται για τον Πρίαμο και το πένθος του), τυλιγμένος στο μανδύα του, στο χιτώνα του τόσο στενά, ώστε να φαίνονται τα μέλη του σώματός του, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: uncertain, but prob. wrapped in Il. (Ω 163 ὁ δ' ἐν μέσσοισι γεραιὸς
Middle Liddell
adverbτύπος
adv., ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος (of Priam in his grief), wrapt up in his mantle so closely as to show his limbs, Il.
Frisk Etymology German
ἐντυπάς: {entupás}
Forms: Ω 163 ὁ δ’ ἐν μέσσοισι γεραιὸς