ἐξάντλημα
English (LSJ)
-ατος, τό, douche, Aret.CD2.12 codd. ἐξάντλησις, εως, ἡ, douching, Sor.1.99, Antyll. ap. Orib.10.30.6.
German (Pape)
[Seite 870] τό, das Schöpfgefäß, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάντλημα: τό, θερμὸν λουτρὸν ἢ χλίασμα, Ἀρετ. Χρον. Παθ. Θεραπευτ. 2. 12, σ. 133. ἔκδ. L. B.
Greek Monolingual
το (Α ἐξάντλημα) εξαντλώ
εξάντληση, πλήρης εκκένωση
αρχ.
1. η απότομη και με ορμή εκκένωση νερού στο σώμα του ανθρώπου, η καταιόνηση, το ντους
2. ιατρ. κατάπτωση δυνάμεων, νάρκη.