ἐπαλκής
English (LSJ)
ἐπαλκές, strong, dub. in A.Ch.415 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 898] ές, stärkend, Aesch. Ch. 409, Schol. ἰσχυροποιός.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἐπαλκής: предполож. сильный Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαλκής: -ές, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, «ἰσχυροποιὸς» (Σχόλ.), ἀλλὰ νῦν γράφεται διῃρημένως ἐπ’ ἀλκῆς Αἰσχύλ. Χο. 415· - τὸ χωρίον φαίνεται ἐφθαρμένον.
Greek Monolingual
ἐπαλκής, -ές (Α)
ισχυρός, ρωμαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλκής (< αλκή «δύναμη» < αλέξω «υπερασπίζομαι»].