ἐπαναγορεύω
English (LSJ)
proclaim publicly:—impers. in Pass., ἐπαναγορεύεται proclamation is made, Ar.Av.1071.
German (Pape)
[Seite 899] laut verkündigen, Ar. Av. 1071.
French (Bailly abrégé)
publier, proclamer hautement.
Étymologie: ἐπί, ἀναγορεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναγορεύω: объявлять, оповещать, pass. быть объявляемым Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανᾰγορεύω: ἀναγορεύω, διακηρύττω δημοσίᾳ· - ἀπρόσωπ. ἐν τῷ Παθ. ἐπαναγορεύεται, γίνεται προκήρυξις, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1072.
Greek Monolingual
ἐπαναγορεύω (Α)
1. αναγορεύω, διακηρύσσω δημόσια
2. απρόσ. ἐπαναγορεύεται
γίνεται προκήρυξη («ἐπαναγορεύεται, ἤν ἀποκτείνη τις ὑμῶν Διαγόραν τὸν Μήλιον, λαμβάνειν τάλαντον», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἐπανᾰγορεύω: διακηρύσσω δημόσια· απρόσ. στην Παθ. ἐπαναγορεύεται, γίνεται προκήρυξη, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to proclaim publicly:—impers. in Pass., ἐπαναγορεύεται proclamation is made, Ar.