ἐπιδιαγιγνώσκω

English (LSJ)

Ion.ἐπιδιαγινώσκω, consider afresh, Hdt.1.133.

German (Pape)

[Seite 937] (s. γιγνώσκω), hernach, wieder betrachten, überlegen, Her. 1, 133, dem προβουλεύεσθαι entgegenstehend.

French (Bailly abrégé)

examiner ou discuter de nouveau.
Étymologie: ἐπί, διαγιγνώσκω.

Greek Monotonic

ἐπιδιαγιγνώσκω: Ιων. -γῑνώσκω, σκέπτομαι από την αρχή, κρίνω εκ νέου, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδιαγιγνώσκω: ион. ἐπιδιαγῑνώσκω вновь рассматривать, снова обсуждать (τι Her.).

Middle Liddell

ionic -γῑνώσκω
to consider anew, Hdt.