ἐπιπήδησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, springing upon, assault, Plu.2.916d (pl.): metaph., ὁρμαὶ καὶ -σεις ib.76c, etc.; of the male animal, ib.768e, 1095a (pl.).

German (Pape)

[Seite 969] ἡ, das Daraufspringen, der Anfall, Plut. amat. 23, oft.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de bondir sur, d'attaquer;
2 action de saillir.
Étymologie: ἐπιπηδάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπήδησις: εως ἡ
1 вскакивание Plut.;
2 наскакивание, наскок, нападение, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπήδησις: -εως, ἡ, ἐφόρμησις, ἐπίθεσις, Πλούτ. 2. 76C, 916D, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, ὄχευσις, ὁ αὐτ. 2. 768Ε.

Greek Monolingual

ἐπιπήδησις, ἡ (Α) επιπηδώ
1. επίθεση, εφόρμηση εναντίον κάποιου
2. (για αρσενικό ζώο) βάτεμα.