ἐπιπαρανέω
English (LSJ)
heap up still more besides, Th.2.77.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
entasser encore par-dessus.
Étymologie: ἐπί, παρανέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπαρανέω: (еще больше, сверх того) нагромождать, накоплять (sc. ὕλης φακέλλους Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἐπιπαρανέω (Α) παρανέω
συσσωρεύω, μαζεύω ακόμη περισσότερο («διὰ πολυχειρίαν ἐπιπαρένησαν», Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐπιπαρανέω: επισωρεύω ακόμη περισσότερο, επισυσσωρεύω, σε Θουκ.
Middle Liddell
Lexicon Thucydideum
accumulare, superstruere, to heap up, build upon, 2.77.3.