ἐπιπειθής

English (LSJ)

ἐπιπειθές, obedient, λόγῳ Arist.EN1098a4; τινί Hierocl. in CA24p.473M.

German (Pape)

[Seite 968] ές, gehorchend, Arist. Eth. 1, 7, 13; Timon. Phlias. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se laisse persuader, obéissant à, τινι.
Étymologie: ἐπιπείθομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπειθής: повинующийся, послушный (λόγῳ Arst.; θηρίον Theocr. - v.l. ἐπιμηθής).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπειθής: -ές, ὑποκείμενος, τὸ μὲν ὡς ἐπιπειθὲς λόγῳ, τὸ δέ, κτλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 13, Τίμων 1.

Greek Monolingual

ἐπιπειθής, -ές (Α) επιπείθομαι
ευπειθής, υπάκουος.
επίρρ...
ἐπιπειθῶς
ευπειθώς.