ἐπιμηθής
From LSJ
English (LSJ)
ἐπιμηθές, thoughtful, Theoc.25.79. Adv. ἐπιμηθέως = carefully, Herod.3.94.
German (Pape)
[Seite 962] ές, = ἐπιμελής, Theocr. 25, 79.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
avisé, sage, prudent.
Étymologie: ἐπί, μανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμηθής: рассудительный, благоразумный (Theocr. - v.l. ἐπιπειθής).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμηθής: -ές, (μῆδος) ὁ μετὰ προνοίας καὶ σκέψεως γενόμενος, ὡς ἐπιμηθὲς Θεόκρ. 25. 79· ἄλλοι δ’ ὅμως δίδουσιν ἄλλην σημασίαν εἰς τὴν λέξιν.
Greek Monolingual
ἐπιμηθής, -ές (Α)
σκεπτικός, προσεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -μηθής (< μήθος, αμάρτυρος τ. ο οποίος σχετίζεται πιθ. με το μανθάνω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. προμηθής)].
Greek Monotonic
ἐπιμηθής: -ές (μῆδος), στοχαστικός, μυαλωμένος, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἐπι-μηθής, ές μῆδος
thoughtful, Theocr.