послушный
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
Russian > Greek
πιστός, ὑπήκοος, εὔστροφος, ἐΰστροφος, εὐχείρωτος, εὔαρκτος, ταπεινός, πειθαρχικός, ἐπιπειθής, εὐάγωγος, πειθήνιος, εὐπειθής, εὐπιθής, εὐεπίτακτος, κτίλος, καταπειθής, πείθαρχος, πειθήμων, πειθάνωρ, ἀκουστικός, ἐπήκοος, ἐπάκοος, κατήκοος, εὐήκοος, εὐάκοος, εὐήνιος, ἐπιτήδειος, πιθανός