ἐπιφαύω

French (Bailly abrégé)

c. ἐπιφαύσκω.
Étymologie: ἐπί, φαύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφαύω: ἐπιλάμπω, τινὶ Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. ε΄, 14.

English (Strong)

a form of ἐπιφαίνω; to illuminate (figuratively): give light.

Greek Monotonic

ἐπιφαύω: (φάος), λάμπω, αστράφτω πάνω σε, τινί, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

φάος
to shine upon, τινί NTest.

German (Pape)

ἐπιφαύσκω, NT.