φαύω
From LSJ
English (LSJ)
Aeol. form of φάω, Hsch., EM789.28, Eust.1728.6.
German (Pape)
[Seite 1259] = φάω (φάFω), φαίνω, leuchten, scheinen, VLL.
French (Bailly abrégé)
éol. c. φάω.
Greek (Liddell-Scott)
φαύω: δηλ. φάFω, ἀρχαῖος τύπος τοῦ φάω παρ’ Εὐστ. 1728. 7, Ἡσύχ. καὶ Μέγ. Ἐτυμ.
Greek Monolingual
Α
φάω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από σύνθ. τ. μέλλ. και αορ. σε -φαύσω, -φαυσα (πρβλ. μέλλ. ἐπι-φαύσω, αόρ. δι-έ-φαυσα) τών ρ. σε -φαύσκω.