ἐποργιάζω

English (LSJ)

revel in or among, πόλεσσι Anacreont.13.23.

German (Pape)

[Seite 1009] darin Orgien feiern, πόλεσσι Anacr. 12, 23.

Russian (Dvoretsky)

ἐποργιάζω: справлять праздник, праздновать: Κρήτη, ὅπου πόλεσσιν Ἔρως ἐποργιάζει Anacr. Крит, в городах которого справляет свое торжество Эрот.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποργιάζω: τελῶ ὄργια ἔν τινι τόπῳ, ὅπου πόλεσσιν ἔρως ἐποργιάζει Ἀνακρέοντ. 14 (13).

Greek Monolingual

ἐποργιάζω (Α)
τελώ όργια σε κάποιο τόπο.