ἐποστρακισμός
English (LSJ)
v. sub ἐποστρακίζω.
German (Pape)
[Seite 1010] ὁ, das Spiel des Scherbenwerfens über das Wasser hin, Poll. 9, 119.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποστρακισμός: «εἶδος παιδιᾶς καθ’ ἣν ὀστράκια πλατέα ἐκτετριμμένα ὑπὸ θαλάσσης προΐενται κατὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὑγροῦ· καὶ ἐπιτρέχοντα ἐνίοτε πολλάκις ἕως ἀτονήσαντα δυῶσι κατὰ θαλάσσης, ἡδίστην ποιοῦντα πρόσοψιν» Εὐστ. 1161, 34.
Greek Monolingual
ο (Α ἐποστρακισμός) εποστρακίζω
νεοελλ.
η μεταβολή διευθύνσεως βλήματος κατά την πρόσκρουσή του σε μια επιφάνεια
αρχ.
το πέταγμα στη θάλασσα όστρακου ή βότσαλου έτσι ώστε να αναπηδά με την πρόσκρουση.