ἐτασμός

English (LSJ)

ὁ, = ἔτασις, LXX Ge. 12.17 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1047] ὁ, dasselbe, LXX. u. a. Sp.

Greek Monolingual

ἐτασμός, ό (ΑΜ, Μ και ἐταγμός) ετάζω
1. εξέταση, διερεύνηση
2. κρίση, δοκιμασία («Κύριος δὲ μόνος καινὸν τρόπον ἔχει ἐτασμῶν, ἐτάζων γάρ ἐστι καρδίας»).